- προσεταίριστος
- -ον, Α [προσεταιρίζομαι]αυτός τον οποίο έχει προσεταιριστεί κάποιος, εταίρος, σύντροφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεταιριστός — ον, Α [προσεταιρίζομαι] 1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστός ο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.) … Dictionary of Greek
προσεταιριστούς — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεταιριστῶν — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)